τοσούτος

τοσούτος
τοσαύτη, τοσοῡτο(ν), ΜΑ, και επικ. τ. τοσσοῡτος και αιολ. τ. τεσσοῡτος, Α
(δεικτ. αντων.)
1. τόσος, τόσο μεγάλος, τόσο πολύς («χρόνον τοσοῡτον, εἰς ὅσον, Σοφ.)
2. (η αιτ. εν. ή πληθ. τού ουδ. ως επίρρ.) τοσοῡτο(ν), τοσοῡτο.
τόσο πολύ ή τόσο περισσότερο (α. «τοσαῡτα μάχεσθαι ὅσα ἀναγκάζονται», Θουκ.
β. «ἤ τοσσοῡτον... ἤ ἔτι μᾱσσον», Ομ. Οδ.)
3. (η δοτ. εν. τού ουδ. με παραθετικό ως επίρρ. επιτατικό) τόσο περισσότερο («τοσούτῳ μοι γίνεται πολεμιωτέρη ὅσῳ ἄν προβαίνῃς», Ηρόδ.)
αρχ.
1. (για πρόσ.) τόσο ψηλός, τόσο μεγαλόσωμος («καὶ σε τοσοῡτον ἔθηκα», Ομ. Ιλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τοσ(σ)οῡτο(ν)
τόσο μεγάλη ποσότητα, τόσο πολύ («τοσσοῡτον ὀνήσιος», Σοφ.)
3. φρ. α) «ἕτερον τοσοῡτον» — άλλο τόσο (Ηρόδ.)
β) ἕτεροι [ή ἄλλοι] τοσοῡτοι» — άλλοι τόσοι (Ανδοκ.-Ξεν.)
γ) «διὰ τοσούτου» — σε τόσο μικρή απόσταση, τόσο κοντά
δ) «ἐκ τοσούτου» — από τόσο μακριά (Ξεν.)
ε) «μέχρι τοσούτου» — ώς τέτοιο σημείο (Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος / τόσσος, κατά το οὖτος (πρβλ. τοιοῦτος: τοῖος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τοσοῦτος — so large masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοσούτω — τοσοῦτος so large neut nom/voc/acc dual τοσοῦτος so large masc nom/voc/acc dual τοσοῦτος so large neut gen sg (doric aeolic) τοσοῦτος so large masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοσούτοις — τοσοῦτος so large neut dat pl τοσοῦτος so large masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοσούτου — τοσοῦτος so large neut gen sg τοσοῦτος so large masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοσούτων — τοσοῦτος so large neut gen pl τοσοῦτος so large masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοσούτῳ — τοσοῦτος so large neut dat sg τοσοῦτος so large masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοσαυτασί — τοσοῦτος so large fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοσαῦτα — τοσοῦτος so large neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοσαῦται — τοσοῦτος so large fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοσαύταις — τοσοῦτος so large fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”